- ουμανισμός
- Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική καλλιέργεια του ανθρώπου, η οποία εμπνέεται από τα ιδεώδη των κλασικών φιλοσόφων και γενικά του κλασικού πολιτισμού. Αποβλέπει στη σύμμετρη ανάπτυξη της ανθρώπινης ψυχής, την oποία προσπαθεί, με την επιστροφή στα κλασικά πρότυπα, να απαλλάξει από τις δεσμεύσεις και την παραδοσιακή πειθαρχία, στην οποία την είχαν οδηγήσει ο Μεσαίωνας και οι μονομέρειες της εκκλησιαστικής αγωγής. Οι προεκτάσεις του κινήματος αυτού έχουν στόχους ηθικούς (με ιδεώδες την ανοχή), πολιτικούς και κοινωνικούς (που αποβλέπουν στην ελεύθερη και ανθρωπιστική πρόοδο των ανθρώπινων κοινωνιών και των κρατικών συστημάτων), αισθητικούς (που αναζητούν το ανθρώπινο ιδεώδες του κάλλους, με τον τρόπο που το επεδίωξε η κλασική τέχνη) και φιλοσοφικούς (που τείνουν προς την ανάδειξη της ανθρώπινης προσωπικότητας σε ιερή, ανώτερη αξία).
Οι αρετές και οι πρώτοι στόχοι του ο. επισημάνθηκαν από μερικά έξοχα πνεύματα, που έζησαν στην Ιταλία πριν απότον 15o αι. (Πετράρχης, Βοκκάκιος, Δάντης), αναπτύχθηκαν και καθιερώθηκαν πρώτα από εκπρόσωπους της ιταλικής Αναγέννησης και επιβλήθηκαν από τους μεγάλους ουμανιστές της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, των Κάτω Χωρών, της Αγγλίας και της Γερμανίας. Με την επιστροφή στη μελέτη των κλασικών (ελληνικών και λατινικών), φιλοσοφικών κυρίως, κειμένων δημιουργείται μια πρωτόφαντη επιθυμία για σπουδή των φιλολογικών ζητημάτων και για λογοτεχνική δημιουργία. Όλοι επιθυμούν να μιμηθούν τους κλασικούς, γράφοντας επιγράμματα, συνθέτοντας ποιήματα για την αγάπη της ζωής και συγκροτώντας πλούσιες βιβλιοθήκες από ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα. Με την είσοδο στον 16o αι. η διακίνηση ελληνικών κυρίως χειρογράφων από την υπόδουλη ελληνική χερσόνησο προς τη Δύση παίρνει τεράστιες διαστάσεις: όλοι σχεδόν οι Έλληνες λόγιοι που μετακινούνται μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης θέλουν να έχουν μαζί τους φιλολογικά και εκκλησιαστικά κείμενα, για να τα δωρήσουν ή να τα πουλήσουν σε επιφανείς Ιταλούς, Ισπανούς, Γάλλους κλπ. μαικήνες, ουμανιστές, λόγιους, διπλωμάτες και ηγεμόνες. Η γνωριμία τώρα των κλασικών έργων γίνεται από το πρωτότυπο και όχι από μεταφράσεις. Σχολές φιλοσοφικές ιδρύονται σε μεγάλα αστικά και πολιτιστικά κέντρα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, όπου βρίσκουν εργασία, δίπλα στους ντόπιους λογίους, και αρκετοί εξόριστοι Έλληνες ουμανιστές (Μανουήλ Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Δημήτριος Δούκας, Κωνσταντίνος Λάσκαρις κλπ.) και πλήθος κωδικογράφων. Ταυτόχρονα με την «ανακάλυψη» των αρχαίων κειμένων γίνεται και η «ανακάλυψη» των αρχαίων (κλασικών) ιδεωδών, της αγάπης για τις απολαύσεις της ζωής, για τον πλούτο, την πολιτική δύναμη και τη δόξα. Οι ουμανιστές θέλουν να περηφανεύονται ότι ο μεσαιωνικός κόσμος ανέπτυξε τον πολιτισμό του θεού, ενώ η δική τους αναγέννηση έδωσε το προβάδισμα στον πολιτισμό του ανθρώπου, σε έναν πολιτισμό που ξεκινά όχι τόσο από το πλήθος των νέων γνώσεων, αλλά από το κριτικό πνεύμα με το οποίο αντιμετώπισε τη φύση και τα φαινόμενα της, την ανθρώπινη προσωπικότητα και τα πνευματικά της χαρακτηριστικά. Στον καινούριο πολιτισμό γίνεται μια αναθεώρηση, επανεκτίμηση του ανθρώπινου παράγοντα και των δυνατοτήτων του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τον κόσμο και να τον μεταπλάθει ή, ακόμα, να υποβάλλει σε έλεγχο όλες τις έως τότε αποδεκτές αξίες και γνώσεις.
Μέσα από το πνεύμα αυτό περνά και η φιλολογική κριτική των κλασικών κειμένων. Οι μελετητές τους στρέφονται τώρα σε συγγραφείς που είχαν αποξενωθεί από τη μεσαιωνική σχολαστική φιλοσοφία. Στην κορυφή των προτιμήσεων στέκεται ο Πλάτων, στου οποίου το όνομα αρχίζουν, στην αναγεννησιακή Ιταλία, φιλολογικές έριδες (πλατωνιστές-αριστοτελικοί), άσχετα αν η αληθινή πλατωνική φιλοσοφία μένει για τους περισσότερους (Μαρσίλιο Φιτσίνο κλπ.) απλησίαστη· κυριαρχεί η νεοπλατωνική φιλοσοφία του Πρόκλου. Πάντως ιδρύονται στο όνομα του Πλάτωνα σπουδαία ουμανιστικά κέντρα και ιδρύματα, οι «Πλατωνικές Ακαδημίες» (σύλλογοι λογίων για συζητήσεις σε φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα και για τη συστηματική αναζήτηση κλασικών κειμένων), από τις οποίες η πιο ονομαστή θεωρήθηκε η Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας, που την ίδρυσε ο Κόσιμος Μέδικος με προτροπή του Έλληνα φιλόσοφου από τον Μιστρά Γεωργίου Γεμιστού (1438). Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της ακαδημίας αυτής ήταν και οι χαρακτηριστικότεροι ουμανιστές της εποχής τους: ο Μαρσίλιο Φιτσίνο και ο Τζοβάννι Πίκο ντέλα Μιράντολα. Της ρωμαϊκής ακαδημίας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος ήταν ο ιδρυτής της Πομπόνιο Λέτο, ενώ της νεαπολιτανικής ο Αντόνιο Πεκαντέλι ο επονομαζόμενος Πανορμίτα. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάφοροι ουμανιστές της Ιταλίας και της υπόλοιπης Ευρώπης είχαν διαφορετικές απόψεις και τάσεις σε καίρια ζητήματα του ο.: άλλοι επιχειρούν έναν συμβιβασμό του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη (νεοπλατωνικοί, χριστιανοί ουμανιστές) και άλλοι (Λέτο, Λορέντσο Βάλα) έδειχναν καθαρά την περιφρόνηση τους προς την Εκκλησία και την προτίμησή τους σε καθαρά κλασικά πρότυπα, τα οποία όχι σπάνια τους οδηγούσαν στην ειδωλολατρία και κάποτε στην αθεΐα, ένα φαινόμενο που θα συναντηθεί αργότερα σε μεγάλη έκταση μεταξύ των νεότερων ουμανιστών. Στη Νεάπολη της Ιταλίας εξάλλου διακρίθηκε ιδιαίτερα ο ουμανιστής Ιάκωβος Σανατσάρο.
Στην ανάπτυξη του ο. (παγανιστικού και χριστιανικού) συνετέλεσε και η εφεύρεση της τυπογραφίας, η οποία προκάλεσε μία άγνωστη έως τότε δίψα για μάθηση και ένα νέο πάθος για βιβλία. Οι εκδόσεις ελληνικών κειμένων πολλαπλασιάστηκαν ύστερα από την πρώτη μεγάλη ελληνοϊταλική πνευματική προσέγγιση στην περιβόητη Σύνοδο της Φερράρα-Φλωρεντίας (1438-1439), που απέβλεψε στην ένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά τελικά έγινε αφορμή να έρθουν στην ιταλική χερσόνησο οι μεγαλύτεροι λόγιοι και «ουμανιστές» του Βυζάντιου και να συνεργαστούν με τους περισσότερο ενθουσιώδεις ουμανιστές της εποχής. Η τυπογραφική δραστηριότητα στην έκδοση κλασικών έργων γνώρισε την πιο μεγάλη της ακμή στα χρόνια του Άλδου Μανουτίου (1450-1515), ο οποίος εργάστηκε στη Βενετία, έχοντας ως άμεσους συνεργάτες Έλληνες φιλόλογους (Ιανός Λάσκαρις, Αρσένιος Αποστόλης, Μάρκος Μουσούρος κ.ά.). Στην έκδοση των κλασικών βοήθησε θετικά το Μανούτιο και η λεγόμενη «Νεοακαδήμεια», που αποτέλεσε και αυτή ένα είδος φιλολογικής εταιρείας λογίων και ουμανιστών (Πιέτρο Μπέμπο, Μαρίνο Σανούτο, I. Λάσκαρις, Αλμπέρτο Πίο, Μ. Μουσούρος κλπ.), καθώς επίσης και η πλούσια συλλογή ελληνικών κωδίκων της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (που ξεκίνησε από δωρεές ελληνικών χειρογράφων του καρδινάλιου Βησσαρίωνα) και οι αποστολές χειρογράφων εκ μέρους ουμανιστών της Ιταλίας, πρεσβευτών ξένων δυνάμεων στη Βενετία και Ευρωπαίων ηγεμόνων. Λίγο αργότερα, τα χειρόγραφα των Ελλήνων κλασικών, καθώς επίσης και των εκκλησιαστικών κειμένων (πατερικών κ.ά.), θα κατακλύσουν κυριολεκτικά τις ιταλικές, ισπανικές, γαλλικές κλπ. βιβλιοθήκες, γεγονός που θα υποβοηθήσει τα εργαστήρια Ελλήνων αντιγραφέων και μεταπρατών χειρογράφων, τα οποία θα γνωρίσουν την ακμή τους μετά τη Σύνοδο του Τριδέντου (1545 κ.εξ.), που αποτέλεσε μια δεύτερη ευκαιρία –μετά το 1439– για συναντήσεις Ευρωπαίων ουμανιστών (καρδιναλίων, διπλωματών κ.ά.) και Ελλήνων κωδικογράφων. Την εποχή αυτή όχι μόνο οι φιλόλογοι και οι θεολόγοι, αλλά γενικά κάθε ηγεμόνας, διπλωμάτης ή εκκλησιαστικός αξιωματούχος θα φιλοδόξησει να αποκτήσει την προσωπική του βιβλιοθήκη ελληνικών και λατινικών κλασικών κειμένων.
Τα σπουδαιότερα ουμανιστικά κέντρα ήταν, στην Ιταλία η Φλωρεντία, η Ρώμη και η Νεάπολη· στην Ισπανία το Αλκαλά ντε Ενάρες, η Σεγκόβια, η Βαρκελώνη και η Σαλαμάνκα· στη Γαλλία το Παρίσι, η Μπορντό, η Μπουρζ, το Μονπελιέ· στη Βουργουνδία το Νανσύ· στην Αγγλία το Λονδίνο, η Οξφόρδη, το Κέιμπριτζ· στην Ιρλανδία το Δουβλίνο· στην Ελβετία η Βασιλεία· στις Κάτω Χώρες η Λουβαίν, το Λέυντεν στη Γερμανία η Μαγεντία, η Χαϊδελβέργη, η Κολονία· στη Βοημία η Πράγα· στην Πολωνία η Κρακοβία· στην Ουγγαρία η Βουδαπέστη. Ως πατέρας του φλωρεντινού ο. μπορεί να θεωρηθεί ο Κολούτσιο Σαλουτάτι (1331-1406), μαθητής του Πετράρχη και συνεργάτης του Μανουήλ Χρυσολωρά, τον οποίο και κάλεσε στη Φλωρεντία το 1397 για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Από τον Χρυσολωρά μπορεί να οριστεί η αρχή της διάδοσης των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία, γεγονός που υποβοήθησαν βέβαια όχι μόνο οι Έλληνες φυγάδες καθηγητές και λόγιοι –ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403;-1472), ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων (περ. 1355-περ. 1450), ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415;-1487), ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1424-1511), ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις (1434-1501), ο Θεόδωρος Γαζής (1476) ή αργότερα ο Ιανός Λάσκαρις (περ. 1445-1535), ο Μάρκος Μουσούρος (t 1517)– αλλά και οι Ιταλοί σπουδαστές των εκπαιδευτηρίων της Κωνσταντινούπολης, (όπως ο Τζοβάννι Αουρίσπα κ.ά.).
Η διάδοση των ελληνικών χειρογράφων σε όλη την Ευρώπη, η καθιέρωση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας (από Έλληνες ή ντόπιους) στην Ισπανία, στη Γαλλία κ.ά., οι ιταλικοί πόλεμοι, τα ταξίδια των ουμανιστών (ο Ισπανός Μπίμπες διδάσκει και εργάζεται στο Παρίσι, στη Λουβαίν, στη Μπρυζ, στην Οξφόρδη· ο Σκότος Μπιουκάναν διδάσκει στη Μπορντό· ο Γιάνους Πανόνιους φέρνει στην Ουγγαρία τα διδάγματα του Γκουαρίνο ντα Βερόνα κλπ.) και η διδασκαλία ή μαθητεία τους σε ξένα εκπαιδευτικά και ουμανιστικά κέντρα, η φιλοδοξία ή και ματαιοδοξία των διάφορων ηγεμόνων να θεωρηθούν μαικήνες και λόγιοι, η αποδοχή εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας της ουμανιστικής κίνησης, όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε στις αρχές του 16ου αι. να αποκτήσει ο ο. πανευρωπαϊκή διάδοση και αναγνώριση, να στηριχτεί σε μια κοινή πολιτιστική συνείδηση για όλους ανεξαίρετα τους ζηλωτές της κλασικής παιδείας. Παρόλα αυτά διακρίνονται μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον ιταλικό ο. (που είναι περισσότερο αισθητικός, φιλολογικός και φιλοσοφικός) από τον ο. των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (που έχει περισσότερο χαρακτήρα ηθικό –morale– και θεολογικό). Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του πανευρωπαϊκού ο. του 16ου και κυρίως του 17ου αι. έπαιξαν οι ιησουίτες ουμανιστές.
Την ανάπτυξη του ο. στη Γαλλία υποβοήθησε η ίδρυση το 1530 του College de France από τον Ιανό Λάσκαρι, ύστερα από πρόταση του βασιλιά Φραγκίσκου A’, η καθιέρωση της διδασκαλίας της ελληνικής (τη δίδαξαν και Έλληνες, όπως ο Σπαρτιάτης Γεώργιος Ερμώνυμος) και οι συχνές επαφές των Γάλλων με την Ιταλία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των ιταλικών πολέμων (1494 κ.εξ.). Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του γαλλικού ο. είναι ο Γκυγιώμ Φισέ, ο Ρομπέρ Γκαγκέν και κυρίως ο Ζακ Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ (1450-1536), που, θρεμμένος από τα κηρύγματα της φλωρεντινής ακαδημίας του Μαρσίλιο Φιτσίνο, καθιέρωσε μια νέα θρησκευτική πνευματικότητα στηριγμένη στα διδάγματα του νεοπλατωνισμού, και ο Γκυγιώμ Μπυντέ (1468-1540), ο μεγαλύτερος Γάλλος ουμανιστής, νομικός, φιλόλογος και ελληνιστής της εποχής του, μετά τνο Λεφέβρ. Η διείσδυση στη Γαλλία των πολιτικών ιδεωδών του Μακιαβέλι (1469-1527) και του Γκουιτσιαρντίνι (1483-1540), καθώς επίσης και τα κηρύγματα των άλλων Ιταλών θιασωτών της εθνικής ενότητας, εκδηλώθηκαν στο έργο του Γάλλου χρονικογράφου Φιλίπ ντε Κομύν (τα Απομνημονεύματά του - Memoires, 1490, άρχισαν να συντάσσονται το 1490), που σπάζει πια τον μεσαιωνικό τύπο της ιστοριογραφίας. Η Μαργαρίτα της Ανγκουλέμης (1492-1549) ενσαρκώνει τον τύπο του ουμανιστή ηγεμόνα. Το καθαυτό φιλολογικό είδος του ο., το σονέτο και η τερτσίνα (καθώς και η τάση της σύνταξης επιγραμματικών στίχων), μεταφυτεύθηκε στη γαλλική ποίηση της εποχής, της οποίας, οι διαπρεπέστεροι εκπρόσωποι είναι οι: Κλεμάν Μαρό, ντε Μπαίφ, Εστιέν Ραμπελαΐ και λίγο αργότερα ο Ζοασέν Ντυ Μπελαί και η ομάδα της «Πλειάδας» του Ρονσάρ (1524-1585).
Στον ιταλικό και στον γαλλικό ο. μαθήτευσαν οι πρώτοι Γερμανοί ουμανιστές, από τους οποίους οι σπουδαιότεροι είναι ο Γιοχάννες Ρόιχλιν (1455-1522) –ο καλύτερος γνώστης της ελληνικής (εξελλήνισε το επώνυμο του σε Καπνίων) και εβραϊκής γλώσσας στην εποχή του– ο Γιοχάννες Μύλερ (Regiomontanus), ελληνομαθής, μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος και ο Μελάγχθων (εξελληνισμένο όνομα του Philipp Schwarzerd).
Ο αγγλικός ο. αναπτύχθηκε κάπως καθυστερημένα (στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αι.) εξαιτίας της παραδοσιακής προσκόλλησης των Άγγλων στις μεσαιωνικές φόρμες και εξαιτίας του αντίθετου προς την αναγεννησιακή ελευθεριότητα αγγλικού πουριτανισμού. Μεταξύ των πρώτων Άγγλων ουμανιστών εξέχουσα θέση κατέχουν ο Τόμας Λίνεκρε, ο Ουίλιαμ Γκρόουσυν, ο Τζων Κόλετ (1467-1519), ελληνιστής και δάσκαλος του Έρασμου, και κυρίως ο λόρδος καγκελάριος Τόμας Μουρ, νομομαθής, πολιτικός, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, του οποίου το περίφημο έργο Ουτοπία (Libellus de optimo reipublicae statu nova Insula Utopia, 1516) μπορεί να συγκριθεί με το Μωρίας Εγκώμιον (Encomium morias seu laus stultitiae) του Έρασμου.
Καθυστέρηση σημειώνει και η ανάπτυξη του ισπανικού ο., που εμφανίζεται κυρίως μετά το 1540 και έχει ως αντικείμενο μελέτης περισσότερο θεολογικά παρά κλασικά κείμενα. Η διδασκαλία της ελληνικής γνώρισε στην Ισπανία την πρώτη της άνθηση στα χρόνια του λόγιου καρδινάλιου Χιμένεθ ντε Θιζνέρος (1436-1517) και της εργασίας του Κρητικού φιλόλογου Δημήτριου Δούκα στο πανεπιστήμιο του Αλκαλά ντε Ενάρες. Μαθητές ή συνεχιστές του Δούκα ήταν ο Αντόνιο ντε Νεμπρίχα (περ. 1442-1532), ο Χουάν Μποσκάν υ Αλμογκαβέρ και άλλοι ελληνιστές των πανεπιστημίων του Αλκαλά και της Σαλαμάνκας. Στη χορεία των Ισπανών ουμανιστών εξέχουσα θέση κατέχει ο Χουάν Λουίς Μπίμπες (1492-1540), ο Αντόνιο ντε Γκεβάρα, ο πρεσβευτής Ντιέγκο Υρτάντο ντε Μεντόθα (1503-1575) και λίγο αργότερα ο Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα, ο Αλφόνσο ντε Βαλντές (1490;-1532), ο Φερνάντο ντε Ερέρα (1534-1597) κ.ά.
Στην πορτογαλική ουμανιστική κίνηση διέπρεψαν οι ποιητές και μυθιστοριογράφοι ιπποτικών έργων Μπ. Ριμπάιρου (1482-1552), Ζ. Οζόριου, Σα ντε Μιράντα (1485-1558), Αντόνιο Φερέιρα (1528-1569) και ο λαϊκός θεατρικός συγγραφέας Ζιλ Βισέντε (1465-1537;).
Στον 17o αι. τη σκυτάλη των ουμανιστικών σπουδών την κρατούν σταθερά οι ιησουίτες, οι οποίοι συγκροτούν τις σπουδαιότερες νέες βιβλιοθήκες ελληνικών και λατινικών χειρογράφων. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση ο ο. αλλάζει χαρακτήρα: αποβάλλει το θρησκευτικό του ένδυμα (του αναγεννησιακού ουμανισμού) και διαλέγει τον δρόμο προς την αθεΐα. Τον 19o αι. ο θετικιστής Ωγκύστ Κοντ υπερασπίζεται ένα νέο είδος ανθρωπισμού, που αναζητεί μια περισσότερο προνομιακή θέση για τον άνθρωπο μέσα στο σύμπαν και ανυψώνει τον αλτρουισμό και τη θρησκεία της ανθρωπότητας στη θέση της λατρείας του θεού. Ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας, με την αρχή του «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», γίνεται ο προσφιλής φιλόσοφος των νέων ατομικιστών ουμανιστών. Στα τέλη του 19ου αι. ο Άγγλος φιλόσοφος Σίλερ διερμηνεύει τον πραγματισμό του Ο. Τζαίημς με ένα πνεύμα πρωταγορικό: κάθε θεωρία του κόσμου πρέπει να κρίνεται με βάση την πραγματική ζωή του ανθρώπου, του οποίου η σοφία πρέπει να υποτάσσεται στην ανθρώπινη φύση και στις βασικές της ανάγκες. Η εξέλιξη αυτή στην ανθρωποκεντρική εξέλιξη των ιδεών του ο. κατέληξε στνο Γερμανό φιλόσοφο Φόυερμπαχ, του οποίου η ουμανιστική θέση μπορεί να συνοψιστεί στο ότι, δεν είναι ο θεός που έφτιασε τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τον θεό. Έτσι, ο άνθρωπος θα πρέπει να ξανακατακτήσει την ύπαρξή του, που αποξενώνεται με τη λατρεία του θείου και την αντίληψη που καθιέρωσαν οι θρησκείες των λαών, οι οποίες, αντίθετα, θα έπρεπε να θεωρήσουν το ζήτημα αυτό ως το μοναδικό αντικείμενο τους. Από τις θεωρίες του Φόυερμπαχ επηρεάστηκε βαθιά ο Καρλ Μαρξ, ο οποίος με τον ορισμό του «ο άνθρωπος είναι το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο» (1844), διατύπωσε έναν από τους επιτυχέστερους λακωνικούς χαρακτηρισμούς του αιώνιου ο. Οι απόψεις αυτές του Μαρξ ελάχιστα τροποποιήθηκαν στο Κεφάλαιο του (1867) όπου και πάλι διακηρύττει ότι ο κομουνισμός θα πετύχει την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου. Παρόλα αυτά η μαρξιστική ανάλυση δημιούργησε για τις παραδοσιακές, ανθρώπινες αξίες ένα σοβαρό κίνδυνο, αφού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. οδήγησε πολλούς στην καταγγελία των αξιών αυτών ως σκοπίμων, απατηλών, από ύποπτη υστεροβουλία (Νίτσε, Φρόυντ, Α. Ζιντ).
Μια προσπάθεια για την ανεύρεση νέων ηθικών βάσεων, όπου θα στηριχτεί ο νέος, ανανεωμένος ο., ανέλαβαν μερικά από τα πιο ανήσυχα πνεύματα της εποχής αυτής, που εκπροσωπούν όλα σχεδόν τα φιλοσοφικά ρεύματα του 20ού αι: ο Πωλ Βαλερύ, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Καρλ Γιάσπερς, ο Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασέτ, ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ο Ζωρζ Μπερνανός, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ανρύ ντε Μοντερλάν, ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Γκαμ-πριέλ Μαρσέλ, ο Εμμ. Μουνιέ, ο Γιαίργκυ Λούκατς, ο Ανρί Λεφέβρ, ο Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί, ο Γκαστόν Μπασελάρ, ο Ρόμπερτ Όπενχαϊμερ. Οι υπερρεαλιστές του μεσοπολέμου αναζήτησαν στην ποιητική δημιουργία τη θεμελίωση του νέου ο. Η λύση ωστόσο αυτή παραμένει για τους περισσότερους μια διέξοδος καθαρά ατομική, επειδή η λύτρωση γίνεται μόνο στους «ποιητές» (δηλαδή στους «δημιουργούς») και καταντά έτσι προνομιακή προσφορά. Το πρόβλημα δηλαδή εντοπίστηκε στην προσπάθεια των ουμανιστών-φιλοσόφων-διανοητών να βρουν αντικαταστάτες στις αξίες, που κυριάρχησαν στην ανθρώπινη διαγωγή σε όλη τη μακρά περίοδο του νεότερου πολιτισμού. Την ανατροπή και τη ριζική διαφοροποίηση των αξιών εξήρε, με τον χαρακτηριστικό έντονο τρόπο του, ο Νίτσε ήδη από τον 19o αι. και στον δικό μας αιώνα ο Αντρέ Ζιντ, ο οποίος εξέφρασε με ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο την απαγκίστρωσή του από τα παλιά ιδεώδη. Η στάση αυτή ενέπνευσε μια ολόκληρη φιλολογία της «νέας χαράς» (Απολιναίρ, Λαρμπώ, Koκτώ, Ζιρωντού κλπ.). Ωστόσο, μια προσπάθεια για κριτική της νέας αισιοδοξίας επιχειρείται με σοβαρότητα ήδη από τις παραμονές του A’ Παγκοσμίου πόλεμου από τον Βαλερύ, τον Μαλρώ και τον Γιάσπερς. Συμπληρωματικά στην κίνηση αυτή έρχεται και μια απαίτηση «επιστροφής», που υποστηρίζει ότι η κρίση του πολιτισμού οφείλεται όχι στις παλιές αξίες αλλά στην απώλειά τους. Για τις συνέπειες της απώλειας των θρησκευτικών αξιών μίλησε ήδη από το 1913 ο Ουναμούνο στο γνωστό του έργο Για την τραγική αίσθηση της ζωής στους ανθρώπους και στους λαούς. Έξω από τον θεό δεν υπάρχει ο., υποστηρίζει ο Σελέρ (1933)· ο ο. πρέπει απαραίτητα να συνδεθεί με τη θρησκευτική αποκάλυψη και όχι με την αντικατάσταση των ανώτερων αξιών με τα ποικίλα κριτήρια της καθολικότητας και της ομόφωνης συγκατάθεσης. Η απαισιοδοξία ωστόσο για το μέλλον του ανθρώπου εξακολουθεί και η διακήρυξη των ηθικών αξιών της παράδοσης δεν πείθει για τα αίτια της ιστορικής αποτυχίας μας. Ο Ορτέγκα υ Γκασέτ υπογράμμισε με έντονα χρώματα την ανάδειξη του ανθρώπου-μάζα και την απώλεια της ατομικότητας. Οι απόψεις του αυτές, που διατυπώθηκαν στο έργο του Η επανάσταση των μαζών (1929), προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στους διανοούμενους, που αντιδρούσαν στον νέο πολιτισμό της μηχανής. Ανάμεσα σε εκείνους που υπογράμμισαν τους κινδύνους από τα νέα αυτά σύμβολα (της ειδικότητας, της επιστημοσύνης κλπ.) ήταν ο Μπερνανός στο έργο του Η Γαλλία εναντίον των ρομπότ (1947), ο Ουίλιαμ Φώκνερ στην Αμερική κ.ά. Μία από τις δυσάρεστες για τον ουμανιστικό πολιτισμό συνέπειες της κατανομής των τεχνικών μεθόδων, της τυποποίησης και της ομοιομορφίας, που επιβάλλεται από τα συλλογικά συνθήματα, είναι ο λεγόμενος παιδισμός (puerilisme), που είναι ξένος προς τον αναγκαίο και γνήσιο «παιγνιδισμό». Τον κίνδυνο αυτόν επισημαίνει ο διακεκριμένος Ολλανδός ουμανιστής και γνωστός βιογράφος του Έρασμου Γιόχαν Χέιζινγκα στο έργο του Ο παίζων άνθρωπος (Homo Ludens, γαλλική έκδοση 1951). Στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση των αξιών και την αποτυχία του ποιητικού ο., προτάθηκε ο ηρωικός ο. (Μαλρώ, Καμύ, Σαιντ-Εξυ-περύ, Μοντερλάν), του οποίου κάποια παραλλαγή αντιπροσώπευαν και ο Καβάφης με τον «απελπισμένο ήρωα» και ο Καζαντζάκης με τον «ηρωικό». Οπωσδήποτε ο ηρωικός ο. έδωσε διέξοδο σε ατομικά προβλήματα ανθρωπισμού, αλλά δεν προσφέρει την ομαδική απολύτρωση. Έτσι, καταντά ένα είδος αριστοκρατικού ο., τον οποίο φιλοδόξησε να συμπλήρωσει ο υπαρξισμός, ιδιαίτερα ο υπαρξισμός του Χάιντεγκερ και του Ζ.Π. Σαρτρ στη Γαλλία. Η διαφορά του ηρωικού από τον υπαρξιστικό ο. δεν αναφέρεται τόσο στις εμπειρίες ή στις προβαλλόμενες αξίες, όσο στον τόνο του φιλόσοφου που χαρακτήριζει τον υπαρξιστικό ο. και όχι του συγγραφέα, που συναντά κανείς διάχυτο στους ηρωικούς. Ο υπαρξισμός άσκησε βέβαια μεγάλη επιρροή, προπάντων μετά την εκλαϊκευτική παραλλαγή του Σαρτρ και των οπαδών του. Δεν κατόρθωσε ωστόσο ούτε ο υπαρξισμός να καθιερώσει και να θεμελιώσει με ακρίβεια κανόνες της ζωής του ανθρώπου· έδωσε περισσότερο τη μορφή ενός φιλοσοφικού, παρά ηθικού συστήματος. Ο Σαρτρ, αν και πρόβαλε τον άνθρωπο, επιζητώντας την ελεύθερη αυτοδιάπλασή του, εναγκαλίστηκε, ξεκινώντας από άλλες βάσεις, άσχετες με τους παγανιστικούς ουμανιστές του 15ου-16ου αι. και τους θετικιστές του 19ου αι., την αθεΐα. Στο έργο του Ο υπαρξισμός είναι ουμανισμός, ο Σαρτρ υπερασπίζεται έναν άθεο ο., που μέσα στην ανθρώπινη ελευθερία μένει η μοναδική πηγή της αλήθειας και των πραγματικών αξιών. Στον ο. αυτόν ήρθε vα αντιταχθεί, με νέα επιχειρήματα, ο χριστιανικός ο. μερικών σύγχρονων φιλοσόφων, όπως του Π. ντε Λυμπάκ, του Ζακ Μαριταΐν, του Μωρίς Μπλοντέλ (στο περίφημο έργο του Η δράση –L’action, δημοσιευμένο το 1893). Στην κατάκριση του άθεου ο. προστρέχουν και μερικοί ακόμα από τους σύγχρονους φιλόσοφους (Φουκώ, Ντελέζ), που επιχειρούν να δείξουν τις ασυνέπειες της θεωρίας του θανάτου του θεού. Αν ο θεός πέθανε, τότε πέθανε επίσης και ο άνθρωπος μαζί του. Ωστόσο, από τα θετικά στοιχεία του υπαρξισμού (κυρίως από την πίστη στην ελευθερία του ανθρώπου), ξεκίνησαν μερικές νέες απόψεις, που μπορεί κανείς να πει ότι τις χαρακτήριζε η ηθικολογική έμπνευση. «Ο άνθρωπος», ισχυρίζεται ο Γιάσπερς, «είναι κάτι περισσότερο από εκείνο που μπορεί να ξέρει για τον εαυτό του»· και ο λόγος αυτός προϋποθέτει ασφαλώς τη δυνατότητα ενός ο. και μιας ηθικής, αφού ο γνήσιος άνθρωπος δεν θα πρέπει να επιτρέπει τη χρησιμοποίηση του ως αντικειμένου, αλλά να αναλάβει ο ίδιος στα χέρια του την ελευθερία του και την ύπαρξή του. Η δεοντολογία αυτή είναι ιδιαίτερα επιτακτική σήμερα, σε έναν κόσμο που έχασε τις ρίζες του και την επαφή με την υπερβατικότητα. Η σωτηρία βρίσκεται στο να είναι κανείς ο εαυτός του (etre-soi), δηλαδή στην προβολή του προσώπου (περσοναλισμός). Από τις θέσεις αυτές ξεπήδησε - χάρη στον Εμμανουέλ Μουνιέ - η μορφή μιας δυναμικής θεωρίας, μιας ηθικής αρκετά συγκεκριμένης, εφαρμόσιμης στον κοινωνικό τομέα, απλής και γενικής για να περιλάβει πολλές συνειδήσεις. Στον υπαρξιστικό και περ-σοναλιστικό ο. αντιτάχτηκε, με πειστικά επιχειρήματα, ο μαρξιστικός ο., που διακήρυξε ο Μαρξ, αλλά πρόβαλαν στην εποχή μας ο Λού-κατς και ο Ανρί Λεφέβρ. Ο μαρξιστικός ο. αναζητεί συμμάχους για τη λύτρωση, όπως πιστεύει, του ανθρώπου, στην επιστήμη, στο λεγόμενο «επιστημονικό ουμανισμό». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστήμη από τη φύση της είναι ευεργετική για τον άνθρωπο και αποφασιστικός παράγοντας πολιτισμού· ταυτίζεται με την ίδια την πρόοδο, στην ιδέα της οποίας πιστεύουν οι φορείς του επιστημονικού πολιτισμού. Το πρόβλημα αυτό ανέπτυξαν πειστικά ο Φρ. Ζολιό-Κιουρί (1947) και με μεγάλη αισιοδοξία ο Γκαστόν Μπασελάρ, ο οποίος πρόβαλε «τον ευρύ και δεκτικό τροποποιήσεων ορθολογισμό». Πάντως, στην πρόοδο της επιστήμης διαπιστώθηκαν –ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, μετά την ατομική βόμβα και προπάντων μετά την ολοφάνερη νέκρωση του περιβάλλοντος από τα προϊόντα της τεχνικής και βιομηχανικής ανάπτυξης– σοβαρές ανησυχίες. Έτσι, γεννήθηκε η κίνηση για τη θεμελίωση μιας «φρόνησης» επάνω στις καινούριες ανάγκες της ζωής, που επιβάλλει η πρόοδος της επιστήμης· στην κίνηση αυτή διακρίνεται η φωνή του διασημότερου εκπρόσωπου της πυρηνικής φυσικής Ρόμπερτ Όπενχαϊμερ (1955), του οποίου οι απόψεις ταυτίστηκαν με την «επάνοδο προς τις ιδεαλιστικές θέσεις» πολλών Αμερικανών κυρίως φιλοσόφων και επιστημόνων. Η επιστροφή αυτή –που φαίνεται αντιφατική στις βάσεις του επιστημονικού ο.– θεωρήθηκε από πολλούς (Τζων Μπράουν, Μίνερ) ως η έκφραση κοινών ανησυχιών με διαφορετικές μορφές. Πρόκειται για ένα είδος αντίστασης του σύγχρονου ανθρώπου εναντίον της μηχανοποίησης, του προσώπου, εναντίον των κινδύνων που προέρχονται από μια ασυνείδητη και ανεύθυνη ανθρώπινη επιστήμη, που μεταβάλλεται συνεχώς σε απαλή. Χρειάζεται λοιπόν μια ισορροπία –που επιτυγχάνεται με εξαιρετική δυσκολία– ανάμεσα στην επιφάνεια και στο βάθος. Η προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, που θα εναρμονίσει το καινούργιο και το ήδη οικείο με το παραδοσιακό ή το επαναστατικό στοιχείο, αποτελεί τον καθαυτό στόχο του ο. του 20ού αι.
O Δημήτριος Χαλκοκονδύλης σε Χαλκογραφία της εποχής.
O Μάρκος Μουσούρος σε Χαλκογραφία της εποχής.
Ο Ιω. Αργυρόπουλος, κορυφαίος Έλληνας ουμανιστής. (Χαλκογραφία της εποχής).
O Ιανός Λάσκαρις, κορυφαίος Έλληνας φιλόλογος. (Χαλκογραφία της εποχής).
ο μεγάλος Ιταλός ουμανιστής Ιάκωβος Σανατσάρο σε προσωπογραφία του συμπατριώτη του ζωγράφου Πάολο ντε Αγκοστίνι. Η προσωπογραφία αυτή βρίσκεται στην Πινακοθήκη της Νέας Ορλεάνης.
Κώδικας του 15ου αιώνα με κείμενο του Σαλουτάτι. Βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Καζανατένζε της Ρώμης.
Ο Έρασμος (πάνω) και ο Πετράρχης(κάτω) υπήρξαν δύο μεγάλες μορφές του ευρωπαϊκού ουμανισμού.
Ο Έρασμος (πάνω) και ο Πετράρχης(κάτω) υπήρξαν δύο μεγάλες μορφές του ευρωπαϊκού ουμανισμού.
* * *οανθρωπισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. humanismus < λατ. human-itas «ανθρωπότητα, ανθρωπιά, παιδεία» < humanus «ανθρώπινος»].
Dictionary of Greek. 2013.